αποθησαυρισμός

αποθησαυρισμός
ο (Α ἀποθησαυρισμός)
η αποθήκευση
νεοελλ.
αποθησαύριση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποθησαυρισμόν — ἀποθησαυρισμός laying by masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποθησαύριση — αποθησαύριση, η και αποθησαυρισμός, ο η αποταμίευση (κυριολ. και μτφ.), η συνάθροιση πλούτου, γνώσεων, λέξεων, εκφράσεων κτλ.: Η αποθησαύριση λέξεων που χρησιμοποιούνται από το λαό και δεν έχουν καταχωριστεί στα λεξικά είναι σπουδαίο έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”